- ξυλογνωσία
- ητμήμα τής δασολογίας το οποίο έχει ως αντικείμενο την ανατομική μελέτη τών διαφόρων ειδών τών ξύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + γνώση. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Ν. Χλωρό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek